Ξενόφιλος

Ξενόφιλος
Ξενόφιλος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξενόφιλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πυθαγόρειος φιλόσοφος και μουσικός από τη Χαλκιδική. Έζησε την εποχή του τύραννου Διονυσίου. Υπήρξε δάσκαλος του φιλόσοφου και μουσικού Αριστοξένη. 2. Ιστοριογράφος, που αναφέρεται στο Περί ενδόξων ανδρών σύγγραμμα.… …   Dictionary of Greek

  • Ксенофил — (Ξενόφιλος) из Халкиды Фракийской, ученик пифагорейца Филолая …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Ξενοφίλου — Ξενόφιλος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξενοφίλῳ — Ξενόφιλος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξενόφιλον — Ξενόφιλος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • КСЕНОФИЛ —    • Xenophĭlus,          Ξενόφιλος,        1. пифагореец, учитель Аристоксена; вероятно, про него говорит Лукиан (Macrob. 18), что он достиг 105 летнего возраста;        2. составитель сочинения Λυδικαὶ ι̉στορίαι;        3. комендант акрополя в …   Реальный словарь классических древностей

  • Ксенофил — Халкидский (др. греч. Ξενόφιλος)  древнегреческий философ пифагореец IV в. до н. э., родом с полуострова Халкидики. Ученик пифагорейца Филолая и учитель Аристоксена. Отличался легендарным жизнелюбием и редкостным здоровьем… …   Википедия

  • Xenophilos von der Chalkidike — Phantasiebild des Xenophilos aus dem 15. Jahrhundert Xenophilos von der Chalkidike (griechisch Ξενόφιλος; † in Athen[1]) war ein Philosoph und Musiktheoretiker aus der Schule der Pythagoreer (Anhänger des Philosophen …   Deutsch Wikipedia

  • ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… …   Dictionary of Greek

  • φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”